ῥαθύμως

ῥαθύμως
ῥάθυμος
light-hearted
adverbial
ῥάθυμος
light-hearted
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ῥᾳθύμως — ῥᾳθύ̱μως , ῥᾴθυμος adverbial ῥᾳθύ̱μως , ῥᾴθυμος masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ράθυμος — η, ο / ῥάθυμος, ον, ΝΜΑ, και ῥᾴθυμος, ον, Α ο απρόθυμος για εργασία, αυτός που δεν έχει καμία διάθεση για δράση, νωθρός, οκνηρός νεοελλ. αράθυμος αρχ. 1. επιπόλαιος 2. (για ύφος λόγου) ανώμαλος ή ακατάστατος 3. αυτός που γίνεται χωρίς ιδιαίτερη… …   Dictionary of Greek

  • εκδαπανώ — (AM ἐκδαπανῶ, άω) ξοδεύω εντελώς, καταξοδεύω (α. «ἐκδαπανῶ οὐσίαν» σπαταλώ την περιουσία β. «ῥαθύμως τὸν βίον μου ὅλον ἐκδαπανήσας» σπατάλησα όλη μου τη ζωή, άσκοπα και βαριεστημένα) μσν. καταστρέφω …   Dictionary of Greek

  • ՅՈՒԼԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0374 Chronological Sequence: 6c, 8c մ. ῤᾳθύμως remisse, segniter, oscitanter. Իբրեւ յոյլ շարժելով. յուլութեամբ. դանդաղանօք. *Բժիշկք ոչ յուլաբար եւ ծուլապէս բժշկել ձեռնարկեն. Փիլ. նխ. ՟բ.: *Յուլաբար (կամ յուղաբար) ուղեւորեալ, եւ ծուլաբար …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՏԱՐՏԱՄԱՊԷՍ — ( ) NBH 2 0858 Chronological Sequence: Unknown date մ. ῤᾳθύμως segniter. Տարտամ օրինակաւ. դանդաղանօք. *Ի սմանէ ստելով՝ տարտամապէս բացասել (այսինքն արտասանել) զդատն. Պղատ. օրին. ՟Բ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”